- ισανώμαλος
- -η, -ο, θηλ. και -ος1. ίσος με κάποιον και άνισος σε σχέση με κάποιον άλλο2. φρ. «ισανώμαλες γραμμές»(μετεωρ.) γραμμές σε μετεωρολογικό χάρτη οι οποίες ενώνουν τους τόπους τής Γης που έχουν την ίδια διαφορά θερμοκρασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + ἀνώμαλος].
Dictionary of Greek. 2013.